- μήκων
- ο, η (Α μήκων, -ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή)αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες ουσίες (α. «μήκων ἡ ῥοιάς» β. «μήκων ἡ ἀγρία» γ. «μήκων ή ύπνοφόρος»)αρχ.1. το φυτό τιθύμαλλος ή τιθυμαλλίς, κν. σήμερα γαλατσίδα2. αρχιτεκτονικό κόσμημα όμοιο με τη μήκωνα κατά το σχήμα3. η μελανοφόρος κύστη τής σουπιάς και άλλων όμοιων μαλακίων4. τα περιττώματα τών οστρακοδέρμων5. είδος μεταλλικής άμμου6. το εσωτερικό μέρος τού αφτιού7. φρ. α) «μήκωνος ὀπός» — το όπιοβ) «μήκων ἀφρώδης» — το φυτό πέπλοςγ) «μήκων ἡ ἀγρία» — η αγρεμώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήκων (πρβλ. βλήχων) συνδέεται με ονόματα τής γερμ. και σλαβ. τα οποία σημαίνουν «παπαρούνα» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. maho και mago, αρχ. σλαβ. makŭ κ.ά.). Η ποικιλία στη μορφή που παρατηρείται στους προηγούμενους τ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για ανεξάρτητα δάνεια, πιθ. από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η παπαρούνα είναι μεσογειακό φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.